- εκλογέας
- [-εύς (-εως)] ο избиратель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκλογέας — και εκλογεύς, ο, η (Α ἐκλογεύς) νεοελλ. πολίτης που έχει το δικαίωμα ψήφου αρχ. εισπράκτορας φόρων … Dictionary of Greek
εκλογέας — ο 1. αυτός που εκλέγει. 2. ο πολίτης που έχει δικαίωμα ψήφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκλογέας — ἐκλογέᾱς , ἐκλογεύς collector of firstfruits masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσταυρία — η, Ν (παλαιότερα) σύστημα προτίμησης υποψηφίων σε εκλογές με περισσότερους από έναν σταυρούς, τους οποίους σημειώνει ο εκλογέας στο ψηφοδέλτιο δίπλα στο όνομα κάθε υποψηφίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σταυρός + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
ψηφοφόρος — ο, η / ψηφοφόρος, ον, ΝΜΑ, και ψηφηφόρος Α (για πρόσ.) πολίτης που έχει και ασκεί το δικαίωμα ψήφου, εκλογέας αρχ. (γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις ἐκκλησία κατ ἄνδρα ψηφοφόρος ἡ φυλετική», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Κάσσιος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας, που αρχικά ανήκε στους πατρικίους και, αργότερα, στην τάξη των πληβείων. 1. Σπόριος Βικελίνος (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Διετέλεσε τρεις φορές ύπατος και ήταν συντάκτης του πρώτου αγροτικού νόμου. Στην πρώτη… … Dictionary of Greek
τραμπούκος — ο θηλ. τραμπούκα 1. αυτός που δέχεται τραμπούκο (βλ. λ.), ο κομματάρχης που χρηματίζεται, ο εκλογέας που πουλά την ψήφο του: Οι τραμπούκοι νοθεύουν τις εκλογές. 2. μπράβος πολιτικού, ψευτοπαλικαράς, νταής: Οι τραμπούκοι δείρανε και τα καναν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)